- σκληραγώγηση
- ηυποβολή σε σκληραγωγία: Η σκληραγώγηση των νέων ήταν ο κύριος σκοπός της σπαρτιατικής πολιτείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκληραγώγηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληραγωγώ, η υποβολή κάποιου σε σκληραγωγία, η διαμόρφωση ανθεκτικού στις κακουχίες ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληραγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. σκληραγώγησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek